- χητίζω
- Αχατίζω*.[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. τού ρ. χατίζω, ο οποίος εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν τής ρίζας *ghē- (βλ. λ. χατέω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χητίζω — pres subj act 1st sg χητίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)